ἰαχάν

ἰαχάν
ἰαχά̱ν , ἰαχή
cry
fem acc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκπροχέω — ἐκπροχέω (Α) 1. αφήνω να χυθούν, να στάξουν προς τα εμπρός («λοιβὰς ἐκπροχέων») 2. βγάζω, εκστομίζω («ἐκπροχέων ἰαχάν») 3. αφήνω να ξεχυθούν, να πέσουν («ἐκπροχέουσα πλοκάμους») …   Dictionary of Greek

  • ιαχή — ἡ (Α ἰαχή) [ιάχω] βοή, κραυγή, αλαλαγμός αρχ. κραυγή χαράς («πέμψω πολύδακρυν ἰαχὰν», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • πάμφωνος — πάμφωνος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. αυτός που εκπέμπει ή παράγει όλες τις φωνές, όλους τους ήχους ή τους τόνους 2. αυτός που τραγουδιέται από πολλές και δυνατές φωνές («οὐδὲ παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων», Πίνδ.) 3. μτφ. εκφραστικός 4. αυτός που κάνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”